κνίδωση

κνίδωση
[-ις (-εως)] η
1) зуд от ожога крапивой; 2) мед. крапивница, крапивная лихорадка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κνίδωση" в других словарях:

  • κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… …   Dictionary of Greek

  • μαστοκυττάρωση — Ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία υπερβολικού αριθμού μαστοκυττάρων σε διάφορα όργανα και ιστούς του οργανισμού. Η μ. συναντάται σε τρεις μορφές, στο μαστοκυττάρωμα, στη μελαγχρωστική κνίδωση και στη συστηματική μ. Το… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • κνίδα — η 1. κνίδωση 2. τσουκνίδα, κνίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνίδη] …   Dictionary of Greek

  • κνίδη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 690 μ., 443 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΑ της πόλης των Γρεβενών. Αποτελεί έδρα του δήμου Βεντζίου. Τον Μάιο του 1995 καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή. * …   Dictionary of Greek

  • κνιδωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την κνίδωση ή οφείλεται σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδωσις. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticarial] …   Dictionary of Greek

  • κνιδώδης — ες [κνίδη] 1. αυτός που έχει σχέση με την κνίδωση 2. χαρακτηρισμός διαφόρων εξανθημάτων τού δέρματος που έχουν μορφή κνίδωσης …   Dictionary of Greek

  • ορτικάρια — και ορτυκάρια και ουρτικάρια, η η κνίδωση …   Dictionary of Greek

  • ορτυκάρια — η η κνίδωση …   Dictionary of Greek

  • ουρτικάρια — η η κνίδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticaria < λατ. urtica «τσουκνίδα»] …   Dictionary of Greek

  • ακετυλοσαλικυλικό οξύ — Χημική ένωση του τύπου C6H4(OCOCH3)COOH που παρασκευάζεται με ακετυλίωση –εισαγωγή στο μόριο μιας οργανικής ένωσης ενός ή περισσότερων ακετυλίων που αντικαθιστούν ισάριθμα άτομα υδρογόνου– του σαλικυλικού οξέος με οξικό ανυδρίτη (CΗ3CO)2O.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»